- μακροκύστη
- (Macrocystis). Γένος θαλάσσιων φαιοφυκών, το οποίο περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο γνωστά είδη, τα Macrocystis pyrifera και Macrocystis integrifolia. Το πρώτο είναι γνωστό και ως γιγαντιαίο φαιοφύκος, και αποτελεί το μεγαλύτερο φαιοφύκος, με μέγεθος έως 60 μ. και βάρος έως 100 κιλά. Φυτρώνει στις παραλίες του νότιου ημισφαίριου του Ειρηνικού ωκεανού, εκτός από τις τροπικές και υποτροπικές ζώνες, όπου σχηματίζει ένα πυκνό κάλυμμα στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο θαλλός του προσκολλάται σε βραχώδες έδαφος, σε βάθος έως 40 μ., σε νερά θερμοκρασίας 5-20°C. Έχει ευλύγιστο διακλαδισμένο κορμό με ριζοειδή και φυλλοειδή ελάσματα και αεριούχους κύστες, οι οποίες συγκρατούν τα κλαδιά και τα ελάσματα στην επιφάνεια του νερού. Το δεύτερο είδος είναι το μικρότερο πολυετές φαιοφύκος.
Οι μ. χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αλάτων και αλγινικών οξέων, και ως συμπληρώματα διατροφής φυτών και ζώων. Θεωρούνται θαλάσσια ζιζάνια.
* * *η1. βοτ. γένος φαιοφυκών που ανήκει στην τάξη λαμιναριώδη2. (μυκητ.) πολυπύρηνη, συνήθως, πρωτοπλασματική μάζα που περιβάλλεται από τοίχωμα και προέρχεται από το πλασμώδιο τών μυξομυκήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrocyst < macro- (< μακρ[ο]-*) + cyst (< κύστη)].
Dictionary of Greek. 2013.